- απαλλοτριώνω
- (Α ἀπαλλοτριῶ, -όω)νεοελλ.αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλοναρχ.1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω, ξεχωρίζωβ) αλλάζω, μεταβάλλω.
Dictionary of Greek. 2013.